- ἀναβλέψῃ
- ἀναβλέψηι , ἀνάβλεψιςlooking upfem dat sg (epic)ἀναβλέπωlook upaor subj mid 2nd sgἀναβλέπωlook upaor subj act 3rd sgἀναβλέπωlook upfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάβλεψη — (Α ἀνάβλεψις), η [ἀναβλέπω] 1. κοίταγμα προς τα επάνω 2. ανάκτηση τής όρασης … Dictionary of Greek